- θέλγω
- θέλγω, [dialect] Ion. [tense] impf.A
θέλγεσκεν Od.3.264
: [tense] fut.θέλξω 16.298
,A.Pr.865, [dialect] Dor.-ξῶ Theoc.Ep.5.3
: [tense] aor.ἔθελξα Il.
(v. infr.):—[voice] Med., Alc.Supp. 11.7:—[voice] Pass., [tense] fut.θελχθήσομαι Luc.Salt.85
: [tense] aor.ἐθέλχθην Od.10.326
, [dialect] Ep. [ per.] 3pl.-χθεν 18.212
:—poet. Verb (used by Pl.Smp.197e, and in late Prose, as Phld.Mus.p.72K., Jul.Or.4.150c, etc.), enchant, be witch, [Ἑρμῆς] ἀνδρῶν ὄμματα θέλγει Od.5.47
, al.;τὸν . . Ποσειδάων ἐδάμασσε θέλξας ὄσσε φαεινά Il.13.435
; [Κίρκη] οὐδ' ὣς θέλξαι σε δυνήσεται Od.10.291
, cf. 326 ([voice] Pass.); [Σειρῆνες] πάντας ἀνθρώπους θέλγουσιν, ὅτις σφέας εἰσαφίκηται 12.40
; [θύελλα] θέλγε νόον spell-bound their senses, Il.12.255.2 cheat, cozen, Od.16.195,298, S.Tr.710: c. dat. modi,μήτε τί μοι ψεύδεσσι χαρίζεο μήτε τι θέλγε Od.14.387
;μαλακοῖσι καὶ αἱμυλίοισι λόγοισι 1.57
; ψεύδεσσι, δόλῳ, Il.21.276,604;ἔπεσσιν Od.3.264
.3 metaph., charm, beguile, 17.521; οἱ ἐλπὶςἔθελγε νόον h.Cer.37
, cf. Pi.P.1.12, D.Chr.45.5;καί μ' οὔτι μελιγλώσσοις πειθοῦς ἐπαοιδαῖσιν θέλξει A.Pr.174
:σὺ δὲ θέλγοις ἂν ἄθελκτον Id.Supp.1055
;θέλγει ἔρως E.Hipp.1274
(lyr.);ᾠδῆς . . , ἣν ᾄδει θέλγων . . νόημα Pl.Smp.197e
:—[voice] Pass.,μήθ' ὕπνῳ θελχθῇς E.IA142
(lyr.);τὰ δ' οὔτι θέλγεται A.Ch.420
(lyr.);ἔρῳ δ' ἄρα θυμὸν ἔθελχθεν Od.18.212
; Μούσαισιν . . τὴν φρένα θελγομένη (which may be [voice] Med.) IG14.1960.4 c. inf., ἵμερος θέλξει τὸ μὴ κτεῖναι will persuade her not to kill, A.Pr. 865;ἔρως δέ νιν . . θέλξειεν αἰχμάσαι τάδε S.Tr.355
; ἕπεσθαι θ. Ael. NA10.14.5 produce by spells, ἀοιδαὶ θέλξαν νιν (sc. εὐφροσύναν) Pi.N.4.3; [Γαλήνη] θ. ἀνηνεμίην AP9.544
([place name] Adaeus). (Perh. cf. Lith. žuelgiù 'look', 'glance'.)
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.